συστρεβλούμενος

συστρεβλούμενος
σύν-στρεβλόω
twist
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συστρεβλώ — όω, Α (το μέσ.) συστρεβλοῦμαι, όομαι φέρομαι με πανουργία σε κάποιον («ἐν μὲν τοῑς ὁσίοις ὅσιός ἐστιν ὁ Θεὸς... ἐν δὲ τοῑς στρεβλοῑς οὐ στρεβλός, ἀλλὰ συστρεβλούμενος αὐτοῑς διὰ τὸ εὔφημον», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στρεβλῶ «συστρέφω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”